Anonymous

ἀνακοινόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακοινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνδέω]] ένα [[πράγμα]] με [[κάτι]] [[άλλο]], το [[φέρνω]] σε [[επικοινωνία]] με αυτό, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[επικοινωνώ]] με, συμβουλεύομαι, ἀν. τοῖς θεοῖς [[περί]] τινος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. με Παθ. παρακ., <i>ἀνακεκοίνωμαι</i> [[κυρίως]], συγκοινώνω [[κάτι]] δικό μου με [[κάτι]] [[άλλο]], ἀνακοινοῦνται τῷ Ἴστρῳ τὸ [[ὕδωρ]], ανακατεύει το [[νερό]] του με τον Ίστρο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] όπως το Ενεργ., [[είτε]] <i>ἀνακοινοῦσθαί τί τινι</i>, [[μεταδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον· ή <i>ἀν. τινί</i>, συμβουλεύομαι κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., [[διατηρώ]] [[επικοινωνία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀνακοινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνδέω]] ένα [[πράγμα]] με [[κάτι]] [[άλλο]], το [[φέρνω]] σε [[επικοινωνία]] με αυτό, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., [[επικοινωνώ]] με, συμβουλεύομαι, ἀν. τοῖς θεοῖς [[περί]] τινος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. με Παθ. παρακ., <i>ἀνακεκοίνωμαι</i> [[κυρίως]], συγκοινώνω [[κάτι]] δικό μου με [[κάτι]] [[άλλο]], ἀνακοινοῦνται τῷ Ἴστρῳ τὸ [[ὕδωρ]], ανακατεύει το [[νερό]] του με τον Ίστρο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] όπως το Ενεργ., [[είτε]] <i>ἀνακοινοῦσθαί τί τινι</i>, [[μεταδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον· ή <i>ἀν. τινί</i>, συμβουλεύομαι κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., [[διατηρώ]] [[επικοινωνία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακοινόω:''' (преимущ. med.; pf. pass. в знач. med. ἀνακεκοίνωμαι)<br /><b class="num">1)</b> сообщать (τινί τι Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. совещаться, советоваться (τινί τι Xen., Isocr., Plut., τινι περί τινος Xen., Plat., Plut. и τινι [[ὑπέρ]] τινος Arst.);<br /><b class="num">3)</b> med. соединяться, сливаться (τῷ Ἴστρῳ Her.).
}}
}}