ἀνακοινόω
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
A communicate, impart, τινί τι, v.l.in Pl.Cra.383a.
2 ἀ. τινί communicate with, take counsel with, Ar.Lys.1177; ἀ. τοῖς μάντεσι Pl.Lg.913b; ἀ. τισὶν ὑπέρ τινος Arist.Mir.843b20.
II Med., with plpf. Pass. ἀνεκεκοίνωντο X.An.5.6.36:—properly, communicate what is one's own to another, so of a river, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ Hdt.4.48; ἀ. τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν πηγήν Paus.5.7.3, cf. 8.28.3.
2 much like Act., impart, τῷ θεῷ περί τινος X.An. 3.1.5, cf. 5.6.36, etc.; ἀνακοινοῦσθαί τινι consult one, Pl.Prt. 314b; τοῖς συμμάχοις X.HG6.3.8; πρὸς τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr. Char.4.2: abs., βουλομένους ἀνακοινοῦσθαί τε καὶ ἐς λόγον ἐλθεῖν Ar.Nu.470, cf. Pl.Prt. 349a.
Spanish (DGE)
1 en v. med. consultar c. dat. σοι ... ἀνακοινοῦμαι Pl.Ly.206c, ἄλλοις Pl.Prt.314b, τοῖς συμμάχοις X.HG 6.3.8, cf. Parth.16.1, pero en act. τοῖς συμμάχοις Ar.Lys.1177, τοῖς λεγομένοις μάντεσιν Pl.Lg.913b, οἷς ἐπίστευον Plu.Brut.12
•c. dat. y ac. Σωκράτει τῷδε ἀνακοινωσώμεθα τὸν λόγον; Pl.Cra.383a, ταῦτ' ἐστὶν ἃ ἐβουλόμεθα ὑμῖν ἀνακοινώσασθαι Pl.La.180a, οἷς ἀνεκεκοίνωντο ἃ ... X.An.5.6.36
•c. πρός y ac. y περί c. gen. consultar a alguien acerca de πρὸς δὲ τοὺς αὑτοῦ οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.6
•con dat. y περί o ὑπέρ c. gen. Σωκράτει ... περὶ τῆς πορείας X.An.3.1.5, τισι τῶν ξένων ὑπὲρ τῆς ἀποδημίας Arist.Mir.843b20
•c. περί y gen. περί ὧν ἀνακοινοῦται Pl.Ep.331b
•c. dat. e interr. indir. ἀ. τῷ συνεδρίῳ τί δέον ἐστὶ ποιεῖν Plb.11.26.2
•abs. Pl.Prt.349a, Ar.Nu.470.
2 v. med., c. ὕδωρ, ῥεῦμα y dat. o πρός c. ac. verter τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ Hdt.4.48, τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν πηγήν Paus.5.7.3, pero en v. act. καθότι ... τῷ Ἀλφειῷ τὸ ῥεῦμα ἀνακοινοῖ Paus.8.28.3.
German (Pape)
[Seite 192] etwas mit einem zum Gemeingut machen, es ihm mitteilen, Ar. Lys. 1177; bes. um ihn um Rat zu fragen, τοῖς μάντεσι Plat. Legg. XI, 913 b; τοῖς θεοῖς Xen. An. 5, 9, 22; Hell. 7, 2, 20; τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας An. 3, 1, 5; vgl. Isocr. 1, 25. – Häufiger im med., einem etwas mitteilen, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ ὕδωρ Her. 4, 48; gew. um mit einem zu beraten, τινί, Plat. Lys. 206 b; Prot. 314 b; τινί τι, Lach. 179 e; Xen. Cyr. 5, 4, 15; An. 5, 6, 36; Dem. 34, 12 u. sonst; τινὶ περί τινος, Plat. Lach. 178 e. – Theogn. 73 hat den eigenthümlichen imper. ἀνακοινέο.
French (Bailly abrégé)
ἀνακοινῶ :
communiquer, faire part de : τινι περί τινος conférer avec qqn au sujet de qch;
Moy. ἀνακοινόομαι, ἀνακοινοῦμαι communiquer :
1 mettre en commun : τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ HDT mêler ses eaux à celles de l'Ister;
2 fig. faire part de : τινί τι faire part à qqn de qch.
Étymologie: ἀνά, κοινόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακοινόω: (преимущ. med.; pf. pass. в знач. med. ἀνακεκοίνωμαι)
1 сообщать (τινί τι Plat., Plut.);
2 med. совещаться, советоваться (τινί τι Xen., Isocr., Plut., τινι περί τινος Xen., Plat., Plut. и τινι ὑπέρ τινος Arst.);
3 med. соединяться, сливаться (τῷ Ἴστρῳ Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακοινόω: ἀνακοινῶ ὡς καὶ νῦν, τινί τι, Λατ. communicare aliquid cum aliquo, Πλάτ. Κρατ. ἐν ἀρχ. (διάφορος γραφή, ἀνακοινωσώμεθα). 2) ἀν. τινί, συμβουλεύομαί τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1177· ἀν. τοῖς μάντεσι Πλάτ. Νόμ. 913Β· ἀν. τοῖς θεοῖς περί τινος Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· ἀν. τισι ὑπέρ τινος Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 133. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. παρκμ. ἀνακεκοίνωμαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36: ― κυρίως συνενοῦμαι, εἶμαι ἐν συγκοινωνία· οὕτως ἐπὶ ποταμοῦ, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ Ἡρόδ. 4. 48· οὕτως, ἀν. τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν πηγὴν Παυσ. 5. 7, 3, πρβλ. 8. 28, 3. 2) κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ. μεταδίδω, τινί τι Θέογν. 73 (κατ’ ἀνώμαλ. προστακτ. ἀνακοίνεο)· Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36, κτλ. ἀνακοινοῦσθαί τινι, συμβουλεύεσθαί τινα, Πλάτ. Πρωτ. 314Β. Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 8· πρὸς τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦται Θεόφρ. (;)· ἀπολ., βουλομένους ἀνακοινοῦσθαί τε καὶ ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 470, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 349Α. ― Ἴδε Πιερσ. Μοῖρ. σ. 20 καὶ πρβλ. συμβουλεύω.
Greek Monotonic
ἀνακοινόω: μέλ. -ώσω,
I. 1. συνδέω ένα πράγμα με κάτι άλλο, το φέρνω σε επικοινωνία με αυτό, τί τινι, σε Πλάτ.
2. με δοτ. προσ., επικοινωνώ με, συμβουλεύομαι, ἀν. τοῖς θεοῖς περί τινος, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., ἀνακεκοίνωμαι κυρίως, συγκοινώνω κάτι δικό μου με κάτι άλλο, ἀνακοινοῦνται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ, ανακατεύει το νερό του με τον Ίστρο, σε Ηρόδ.
2. κυρίως όπως το Ενεργ., είτε ἀνακοινοῦσθαί τί τινι, μεταδίδω κάτι σε κάποιον· ή ἀν. τινί, συμβουλεύομαι κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., διατηρώ επικοινωνία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. to communicate a thing to another, τί τινι Plat.
2. c. dat. pers. to communicate with, take counsel with, ἀν. τοῖς θεοῖς περί τινος Xen.
II. Mid., with perf. pass. ἀνακεκοίνωμαι, properly, to communicate what is one's own to another, ἀνακοινοῦται τῶι Ἴστρωι τὸ ὕδωρ mingles its water with the Ister, Hdt.
2. much like Act., either ἀνακοινοῦσθαί τί τινι to impart a thing to one; or ἀν. τινι to consult one, Xen.: absol. to hold communication, Ar.