Anonymous

ἀνάλγητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάλγητος:''' -ον ([[ἀλγέω]]), [[χωρίς]] πόνο, και ομοίως,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αναίσθητος]], [[αδιάφορος]] στον πόνο, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[ανοικτίρμων]], [[αδίστακτος]], σε Σοφ.· ἀναλγητότερος [[εἶναι]], λιγότερο [[θλιμμένος]], σε Θουκ.· με γεν., <i>ἀν. εἶναί τινος</i>, [[αναίσθητος]] ως προς [[κάτι]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, αναίσθητα, ανηλεώς, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, μη [[επώδυνος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληρός]], [[ανηλεής]], [[πάθος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνάλγητος:''' -ον ([[ἀλγέω]]), [[χωρίς]] πόνο, και ομοίως,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αναίσθητος]], [[αδιάφορος]] στον πόνο, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληρόκαρδος]], [[ανοικτίρμων]], [[αδίστακτος]], σε Σοφ.· ἀναλγητότερος [[εἶναι]], λιγότερο [[θλιμμένος]], σε Θουκ.· με γεν., <i>ἀν. εἶναί τινος</i>, [[αναίσθητος]] ως προς [[κάτι]], σε Πλούτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, αναίσθητα, ανηλεώς, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, μη [[επώδυνος]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληρός]], [[ανηλεής]], [[πάθος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάλγητος:''' <b class="num">1)</b> безболезненный Soph.;<br /><b class="num">2)</b> нечувствительный, невосприимчивый (Arst., Luc.; ἀ. τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> бесчувственный, равнодушный; безжалостный, жестокий Soph., Eur., Thuc.
}}
}}