Anonymous

ἀναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδύομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. [[ἀνδύεται]] [ῠ], μέλ. -[[δύσομαι]] [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἀνεδῡσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-ατο</i> ή <i>-ετο</i>· αποθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>ἀνέδῡν</i>, γʹ ενικ. υποτ. <i>ἀναδύῃ</i> ή ευκτ. ἀναδύη [ῡ], απαρ. <i>ἀναδῦναι</i>, παρακ. <i>ἀναδέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ανέρχομαι]], σηκώνομαι, εμφανίζομαι από τη [[θάλασσα]], με γεν., σε Όμηρ.· ομοίως με αιτ., ἀνεδύσατο [[κῦμα]] θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αποσύρομαι, [[αποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], σε Όμηρ.· συστέλλομαι, [[διστάζω]], σε Αριστοφ.· λέγεται για πηγές, [[εκλείπω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. αποσύρομαι, [[αποφεύγω]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀναδύομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. [[ἀνδύεται]] [ῠ], μέλ. -[[δύσομαι]] [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἀνεδῡσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-ατο</i> ή <i>-ετο</i>· αποθ. με Ενεργ. αορ. βʹ <i>ἀνέδῡν</i>, γʹ ενικ. υποτ. <i>ἀναδύῃ</i> ή ευκτ. ἀναδύη [ῡ], απαρ. <i>ἀναδῦναι</i>, παρακ. <i>ἀναδέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ανέρχομαι]], σηκώνομαι, εμφανίζομαι από τη [[θάλασσα]], με γεν., σε Όμηρ.· ομοίως με αιτ., ἀνεδύσατο [[κῦμα]] θαλάσσης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αποσύρομαι, [[αποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]], σε Όμηρ.· συστέλλομαι, [[διστάζω]], σε Αριστοφ.· λέγεται για πηγές, [[εκλείπω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. αποσύρομαι, [[αποφεύγω]], <i>πόλεμον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναδύομαι:''' поэт. тж. ἀνδυομαι (fut. ἀναδύσομαι с ῡ, aor. 1 ἀνεδῡσάμην, aor. 2 ἀνέδῡν)<br /><b class="num">1)</b> выходить (из глубины), подниматься (на поверхность), всплывать, выныривать ([[ἁλός]], [[κῦμα]] θαλάσσης Hom.; ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst., Plut.): [[Ἀφροδίτη]] ἀναδυομένη Plin. Афродита, выходящая из воды (картина Апеллеса); [[ὅπου]] ἂν ἐγὼ κρούσω τῷ ποδὶ τὴν γῆν, ἀναδύσονται δυνάμεις Plut. где я топну ногой, появятся войска (слова Помпея);<br /><b class="num">2)</b> отступать вглубь, укрываться, прятаться (ἐς ὅμιλον Hom.; ἐξ ἀγορᾶς Plut.): ἀνέδυσαν οἱ ποταμοί Plut. реки иссякли;<br /><b class="num">3)</b> увертываться, уклоняться, избегать (πόλεμον Hom.; ἔξοδον Polyb.): δεδοικὼς καὶ ἀναδυόμενος Plut. будучи охвачен страхом и (всячески) увиливая; ἀ. τὰ ὡμολογημένα Plat. отрекаться от признанного.
}}
}}