Anonymous

ἀναβράσσω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβράσσω:''' Αττ. -[[βράττω]], [[κυρίως]] στον ενεστ. [[βράζω]], [[κοχλάζω]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναβράσσω:''' Αττ. -[[βράττω]], [[κυρίως]] στον ενεστ. [[βράζω]], [[κοχλάζω]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναβράσσω:''' атт. [[ἀναβράττω]]<br /><b class="num">1)</b> варить ([[κρέα]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> встряхивать: τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arst. то, что отвеивается во (встряхиваемых) ситах.
}}
}}