Anonymous

ἀναμίξ: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμίξ:''' ([[ἀναμίγνυμι]]), επίρρ., κατά [[τύχη]], συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀναμίξ:''' ([[ἀναμίγνυμι]]), επίρρ., κατά [[τύχη]], συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμίξ:''' adv. вперемешку, как попало, без разбора Her., Thuc., Xen., Arst., Polyb.
}}
}}