Anonymous

ἄνεμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνεμος:''' [ᾰ], ὁ (√<i>ΑΝ</i>, πρβλ. [[ἄημι]]), [[άνεμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνέμου κατιόντος</i>, έχοντας ξεσπάσει [[μεγάλη]] [[καταιγίδα]], σε Θουκ.· <i>ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς</i>, ο [[άνεμος]] είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· <i>ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι</i>, [[ρίχνω]] [[κάτι]] στους [[τέσσερις]] ανέμους, [[Βορέας]], [[Σύρος]], Νότος (ή Άργηστης), [[Ζέφυρος]]· ο Αριστ. δίνει [[δώδεκα]], που χρησίμευαν ως [[σημεία]] της πυξίδας.
|lsmtext='''ἄνεμος:''' [ᾰ], ὁ (√<i>ΑΝ</i>, πρβλ. [[ἄημι]]), [[άνεμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνέμου κατιόντος</i>, έχοντας ξεσπάσει [[μεγάλη]] [[καταιγίδα]], σε Θουκ.· <i>ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς</i>, ο [[άνεμος]] είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· <i>ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι</i>, [[ρίχνω]] [[κάτι]] στους [[τέσσερις]] ανέμους, [[Βορέας]], [[Σύρος]], Νότος (ή Άργηστης), [[Ζέφυρος]]· ο Αριστ. δίνει [[δώδεκα]], που χρησίμευαν ως [[σημεία]] της πυξίδας.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνεμος:''' (ᾰ) ὁ ветер Hom., Trag., Xen., Plat., Arst.: ἀνέμων [[ἀέλλη]] Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. вихрь, буря; κατ᾽ ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. плыть по ветру и по течению; οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. душевные бури.
}}
}}