3,274,216
edits
(3) |
(1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνεμος:''' [ᾰ], ὁ (√<i>ΑΝ</i>, πρβλ. [[ἄημι]]), [[άνεμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνέμου κατιόντος</i>, έχοντας ξεσπάσει [[μεγάλη]] [[καταιγίδα]], σε Θουκ.· <i>ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς</i>, ο [[άνεμος]] είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· <i>ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι</i>, [[ρίχνω]] [[κάτι]] στους [[τέσσερις]] ανέμους, [[Βορέας]], [[Σύρος]], Νότος (ή Άργηστης), [[Ζέφυρος]]· ο Αριστ. δίνει [[δώδεκα]], που χρησίμευαν ως [[σημεία]] της πυξίδας. | |lsmtext='''ἄνεμος:''' [ᾰ], ὁ (√<i>ΑΝ</i>, πρβλ. [[ἄημι]]), [[άνεμος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀνέμου κατιόντος</i>, έχοντας ξεσπάσει [[μεγάλη]] [[καταιγίδα]], σε Θουκ.· <i>ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς</i>, ο [[άνεμος]] είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· <i>ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι</i>, [[ρίχνω]] [[κάτι]] στους [[τέσσερις]] ανέμους, [[Βορέας]], [[Σύρος]], Νότος (ή Άργηστης), [[Ζέφυρος]]· ο Αριστ. δίνει [[δώδεκα]], που χρησίμευαν ως [[σημεία]] της πυξίδας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνεμος:''' (ᾰ) ὁ ветер Hom., Trag., Xen., Plat., Arst.: ἀνέμων [[ἀέλλη]] Hom. и ἀνέμοιο θυέλλη Hes. вихрь, буря; κατ᾽ ἄνεμον καὶ ῥοῦν νήχεσθαι Plut. плыть по ветру и по течению; οἱ ἄνεμοι ψυχῆς Anth. душевные бури. | |||
}} | }} |