Anonymous

ἀνέγερτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέγερτος]], -ον (Α) [[ανεγείρω]]<br />(για ύπνο) [[αξύπνητος]], αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.
|mltxt=[[ἀνέγερτος]], -ον (Α) [[ανεγείρω]]<br />(για ύπνο) [[αξύπνητος]], αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέγερτος:''' непробудный ([[ὕπνος]] Arst.).
}}
}}