Anonymous

ἀνέκαθεν: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέκαθεν:''' ([[ἀνεκάς]]), επίρρ. τόπου,<br /><b class="num">I.</b> από [[ψηλά]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> για χρόνο, από την [[αρχή]], [[εξαρχής]], από πάντα, σε Ηρόδ.· ομοίως με [[άρθρο]], <i>τὸἀνέκαθεν</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀνέκαθεν:''' ([[ἀνεκάς]]), επίρρ. τόπου,<br /><b class="num">I.</b> από [[ψηλά]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> για χρόνο, από την [[αρχή]], [[εξαρχής]], από πάντα, σε Ηρόδ.· ομοίως με [[άρθρο]], <i>τὸἀνέκαθεν</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέκᾰθεν:''' Her. тж. [[ἀνέκαθε|ἀνέκᾰθε]], поэт. [[ἄγκαθεν|ἄγκᾰθεν]] adv.<br /><b class="num">1)</b> сверху, с высоты ([[βαρυπεσής]] Aesch.; ἡ ἀ. [[φορά]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> с (самого) начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν [[ὑπέρ]] τινος ποιεῖσθαι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. τὸ и τὰ ἀ.) издревле, искони Plut.: τὰ ἀ. ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀ. [[λαμπρός]] Her. знатного происхождения.
}}
}}