ἀνέκαθεν
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
before a cons. ἀνέκαθε (Hdt.6.128 codd.), Adv. of place (cf. ἀνεκάς),
A from above, A.Ch.427, Eu.369(lyr.); τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ.. Hdt. 4.57; cf. ἄγκαθεν.
II of time, from the first, ἐόντες ἀνέκαθεν Πύλιοι being Pylians by origin, Id.5.65, cf. 7.221; more often with the Art., γεγονότες τὸ ἀνέκαθεν ἀπὸ Αἰγύπτου 2.43, cf. 6.128; γένος ἐόντες τὰ ἀνέκαθεν Γεφυραῖοι 5.55, cf. 1.170, 6.35; τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί of ancestral renown, 6.125; πόλις ἀνέκαθεν συγγενίς OGI566 (Lycia).
2 ἀνέκαθεν κατηγορεῖν narrate from the beginning, Plb.2.35.10, 5.16.6.
Spanish (DGE)
(ἀνέκᾰθεν) • Alolema(s): ἀνάκαθεν A.Eu.373
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
I de lugar desde arriba μάλα γὰρ οὖν ἁλομένα ἀνάκαθεν βαρυπετῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν pues saltando aplasto en tierra desde arriba la pesada planta del pie A.l.c., cf. Ch.427, Hdt.4.57.
II de tiempo
1 desde el principio, desde los orígenes ἐόντες ... ἀνέκαθεν Πόλιοι Hdt.5.65, cf. 7.221, ὁ ἀνέκαθεν Ἄθηναῖος Phan.18, πόλις ἀνέκαθεν συγγενίς OGI 566.25 (Licia)
•c. art. γεγονότες τὸ ἀνέκαθεν ἀπ' Αἰγύπτου Hdt.2.43, cf. 6.128, γένος ἐόντες τὰ ἀνέκαθεν Γεφυραῖοι Hdt.5.55, cf. 1.170, 6.35, τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί célebres desde antiguo Hdt.6.125.
2 ἀνέκαθεν ποιήσασθαι ... τὴν ἐξήγησιν narrar desde el principio Plb.2.35.10, cf. 5.16.6.
German (Pape)
[Seite 221] a) von oben herab, = ἄνωθεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαθε, z. B. ἔοντες ἀνέκαθεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαθεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαθεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d'en haut, de la région supérieure;
2 avec idée de temps dès l'origine, dès le principe ; τὸ ἀνέκαθεν, τὰ ἀνέκαθεν dès l'origine.
Étymologie: ἀνεκάς, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκᾰθεν: Her. тж. ἀνέκᾰθε, поэт. ἄγκᾰθεν adv.
1 сверху, с высоты (βαρυπεσής Aesch.; ἡ ἀνέκαθεν φορά Plut.);
2 с начала, в начале (τὴν ἐξήγησιν ὑπέρ τινος ποιεῖσθαι Polyb.);
3 (тж. τὸ и τὰ ἀνέκαθεν) издревле, искони Plut.: τὰ ἀνέκαθεν ἀπ᾽ Αἰακοῦ γεγονώς Her. ведущий свой род от Эака; τὰ ἀνέκαθεν λαμπρός Her. знатного происхождения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκαθεν: πρὸ συμφώνου -θε, (Ἡρόδ. 6. 128), ἐπίρρ. τόπου (πρβλ. ἀνεκάς): ἀπὸ τῶν ἄνω, ἄνωθεν, Αἰσχύλ. Χο. 427, Εὐμ. 369· τἀνέκαθεν ῥεῖ ἐκ..., Ἡρόδ. 4. 57: πρβλ. ἄγκαθεν. ΙΙ. χρονικ., ἐξ ἀρχῆς, ἐόντες ἀν. Πύλιοι, ἐξ ἀρχῆς, ἐκ καταγωγῆς, ὁ αὐτ. 5. 5, πρβλ. 7. 221· συχνότερον μετὰ τοῦ ἄρθρου, γεγονότες τὸ ἀν. ἀπὸ Αἰγύπτου 2. 43, πρβλ. 6, 128· ἀνδρὸς... τὸ ἀν. γένος ἐόντος Φοίνικος 1. 170, - ἔνθα τὸ γένος κεῖται ἐπιρρηματικῶς, ἐκ γενετῆς, ὡς πρὸς τὴν καταγωγήν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πληθ. τύπου, γένος ἐόντες τὰ ἀν. Γεφυραῖοι 5. 55, πρβλ. 6. 35· τὰ ἀνέκ. λαμπροί, ἐκ λαμπρῶν προγόνων, 6. 125. 2) ἀν. κατηγορεῖν, ἐξ ἀρχῆς ἀφηγεῖσθαι, Πολύβ. 2. 35, 10., 5.16, 6. κτλ.
Greek Monolingual
(AM ἀνέκαθεν) επίρρ.
χρον. εξαρχής, από την αρχή, από καταγωγή
αρχ.
τοπ. από ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + εκάς («άνω, μακριά») + καταλ. -θεν].
Greek Monotonic
ἀνέκαθεν: (ἀνεκάς), επίρρ. τόπου,
I. από ψηλά, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. για χρόνο, από την αρχή, εξαρχής, από πάντα, σε Ηρόδ.· ομοίως με άρθρο, τὸἀνέκαθεν, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀνεκάς
I. adv. of place, from above, Hdt., Aesch.
II. of time, from the first, by origin, Hdt.; so with Art., τὸ ἀνέκαθεν Hdt.