Anonymous

ἀνελεύθερος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνελεύθερος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> μη [[κατάλληλος]] για ελεύθερο άνθρωπο, σε Αισχύλ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανελεύθερος]], [[υπηρετικός]], [[δουλοπρεπής]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σχετικά με οικονομικά ζητήματα, [[φειδωλός]], [[φιλάργυρος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, άθλια, φτωχικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνελεύθερος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> μη [[κατάλληλος]] για ελεύθερο άνθρωπο, σε Αισχύλ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανελεύθερος]], [[υπηρετικός]], [[δουλοπρεπής]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> σχετικά με οικονομικά ζητήματα, [[φειδωλός]], [[φιλάργυρος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ρως</i>, άθλια, φτωχικά, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνελεύθερος:''' <b class="num">1)</b> низменный, неблагородный, низкий ([[κοίτη]] Aesch.; [[διάλεκτος]] Arph.; ἄνθρωποι Lys., Plat.; [[ἔργον]], ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> корыстолюбивый, скаредный, мелочно-жадный Arph., Arst.
}}
}}