Anonymous

ἀνερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερεύνητος:''' <b class="num">1)</b> неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v. l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
}}
}}