3,258,436
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνερεύνητος:''' -ον ([[ἐρευνάω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, [[ανεξιχνίαστος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνερεύνητος:''' <b class="num">1)</b> неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v. l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами. | |||
}} | }} |