ἀνερεύνητος
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
ἀνερεύνητον,
A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12.
2 that cannot be searched or that cannot be found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.
Spanish (DGE)
-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
•no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.
German (Pape)
[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exploré.
Étymologie: ἀ, ἐρευνάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνερεύνητος:
1 неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);
2 не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v.l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
ἀνερεύνητος: -ον (ἐρευνάω),
1. αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, ανεξιχνίαστος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐρευνάω
1. not investigated, Plat.
2. that cannot be found out, inscrutable, Eur.
English (Woodhouse)
Translations
inscrutable
Arabic: غامِض, غَلِق, مُبْهَم, مُسْتَغْلِق; Bulgarian: неразгадаем; Catalan: inescrutable, insondable; Chinese Mandarin: 不可理解的; Danish: uransagelig, uudgrundelig, gådefuld, ubegribelig, ufattelig, uforståelig; Dutch: ondoorgrondelijk; Finnish: käsittämätön; French: impénétrable, incompréhensible, insondable; Galician: inescrutábel; German: undurchschaubar; Greek: ανεξιχνίαστος, ακατανόητος; Ancient Greek: ἄδηλος, ἀδιερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερεύνητος, παναπευθής; Hindi: दुरधिगम, दुर्ज्ञेय, दुर्बोध, गूढ़, दुरत्यय; Italian: impenetrabile, incomprensibile, insondabile; Latin: perplexus; Manx: neuronsoilagh; Norwegian Bokmål: uutgrunnelig; Portuguese: inescrutável; Romanian: inscrutabil, neexaminabil, necercetabil, neanchetabil, de necercetat; Russian: загадочный, непостижимый, необъяснимый, непонятный, неисповедимый; Spanish: inescrutable, impenetrable, incomprensible, insondable; Swedish: outgrundlig; Turkish: anlaşılmaz, esrarlı, gizemli, esrârengiz