Anonymous

ἀνιάω: Difference between revisions

From LSJ
1,032 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιάω:''' [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. <i>ἠνία</i>, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. [[ἀνιήσω]], αόρ. αʹ <i>ἠνίᾱσα</i>, Δωρ. <i>ἀνίᾱσα</i> — Παθ. <i>ἀνιῶμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. [[ἀνιῴατο]]· γʹ πληθ. παρατ. <i>ἠνιῶντο</i>· μέλ. σε Μέσ. τύπο, <i>ἀνιάσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>ἀνιήσεαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠνιάθην]], Ιων. <i>-ήθην</i>· παρακ. [[ἠνίημαι]]· ([[ἀνία]])· (<i>ῑ</i> στον Όμηρ. και Σοφ.· <i>ῐ</i> στους άλλους ποιητές). Όπως το [[ἀνιάζω]], στεναχωρώ, [[θλίβω]], με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ [[τὰς]] φρένας, σε Σοφ. — Παθ., είμαι [[θλιμμένος]], στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., <i>τοῦτ' ἀνιῶμαι</i>, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., [[λυπημένος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀνιάω:''' [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. <i>ἠνία</i>, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. [[ἀνιήσω]], αόρ. αʹ <i>ἠνίᾱσα</i>, Δωρ. <i>ἀνίᾱσα</i> — Παθ. <i>ἀνιῶμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. [[ἀνιῴατο]]· γʹ πληθ. παρατ. <i>ἠνιῶντο</i>· μέλ. σε Μέσ. τύπο, <i>ἀνιάσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>ἀνιήσεαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠνιάθην]], Ιων. <i>-ήθην</i>· παρακ. [[ἠνίημαι]]· ([[ἀνία]])· (<i>ῑ</i> στον Όμηρ. και Σοφ.· <i>ῐ</i> στους άλλους ποιητές). Όπως το [[ἀνιάζω]], στεναχωρώ, [[θλίβω]], με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ [[τὰς]] φρένας, σε Σοφ. — Παθ., είμαι [[θλιμμένος]], στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., <i>τοῦτ' ἀνιῶμαι</i>, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., [[λυπημένος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιάω:''' (ῐ и ῑ; fut. ἀνιάσω с ᾱ - эп. [[ἀνιήσω]], aor. [[ἠνίασα|ἠνίᾱσα]] - дор. ἀνίᾱσα) огорчать, удручать, мучить (τινα Hom., Arph., Xen., Plut.); med.-pass. огорчаться, печалиться, терзаться; тяготиться (τινι Hom., τι и ἐπί τινι Xen., περί τινος Arph. и [[ὑπό]] τινος Plut.): ἀ. τινα τὰς φρένας Soph. терзать чье-л. сердце; οὐ γὰρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι Hom. никто ведь не будет тяготиться твоим присутствием; ἀνιῶμαι ὑπομιμνήσκων τὰς συμφοράς Lys. мне тяжело напоминать о невзгодах; τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ [[Νικίας]] ἠνία τιμώμενος Plut. Алкивиад был удручен почестями, которые оказывались Никию.
}}
}}