Anonymous

ἄνοδος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοδος:''' ἡ ([[ἀνά]], [[ὁδός]]), [[δρόμος]] προς τα πάνω, όπως αυτός για την Ακρόπολη, σε Ηρόδ.· [[ταξίδι]] στην [[ενδοχώρα]], [[ιδίως]] στην Κεντρική Ασία, στον ίδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἄνοδος]]:</b> -ον (ἀν- στερητικό [[ὁδός]]), αυτός που δεν έχει δρόμο, [[αδιέξοδος]], [[απροσπέλαστος]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''ἄνοδος:''' ἡ ([[ἀνά]], [[ὁδός]]), [[δρόμος]] προς τα πάνω, όπως αυτός για την Ακρόπολη, σε Ηρόδ.· [[ταξίδι]] στην [[ενδοχώρα]], [[ιδίως]] στην Κεντρική Ασία, στον ίδ., σε Ξεν.<br /><b class="num">• [[ἄνοδος]]:</b> -ον (ἀν- στερητικό [[ὁδός]]), αυτός που δεν έχει δρόμο, [[αδιέξοδος]], [[απροσπέλαστος]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοδος:''' [ἀ-] бездорожный, непроходимый ([[ὁδός]] Eur.; [[ὄρος]] Xen.).<br /><b class="num">II</b> ἡ [[ἀνά]] I]<br /><b class="num">1)</b> дорога вверх, подъем Her., Plat., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> восхождение, поднятие (τοῦ ὑγροῦ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> поход (поездка, путешествие) вглубь страны Her., Xen.;<br /><b class="num">4)</b> возвращение Diog. L.
}}
}}