Anonymous

ἀνία: Difference between revisions

From LSJ
196 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνία:''' Ιων. [[ἀνίη]], Αιολ. [[ὀνία]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[λύπη]], [[θλίψη]], [[μελαγχολία]], στενοχώρια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., δαιτὸς [[ἀνίη]], αίτια ενοχλήσεως, σε Ομήρ. Οδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. <i>ῑ ή ῐ</i>· στους άλλους ποιητές, <i>ῑ</i>), (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀνία:''' Ιων. [[ἀνίη]], Αιολ. [[ὀνία]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[λύπη]], [[θλίψη]], [[μελαγχολία]], στενοχώρια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., δαιτὸς [[ἀνίη]], αίτια ενοχλήσεως, σε Ομήρ. Οδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. <i>ῑ ή ῐ</i>· στους άλλους ποιητές, <i>ῑ</i>), (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνία:''' эп.-ион. [[ἀνίη]], эол. [[ὀνία]] (ῐ, реже ῑ) ἡ горе, печаль, скорбь, мука Hom., Hes., [[Sappho]], Soph., Plut.
}}
}}