Anonymous

ἀνεπίκριτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίκριτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να διατυπωθεί [[επίκριση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή [[κρίση]], ο [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική [[κρίση]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>2.</b> ο μη δοκιμασμένος, ο [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν έχει [[επίσημα]] εξεταστεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίκριτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει ή δεν [[είναι]] δυνατόν να διατυπωθεί [[επίκριση]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή [[κρίση]], ο [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική [[κρίση]], ο [[ακαθόριστος]]<br /><b>2.</b> ο μη δοκιμασμένος, ο [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν έχει [[επίσημα]] εξεταστεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίκρῐτος:''' нерешенный: [[διαφωνία]] ἀ. περί τινος Sext. оставшееся нерешенным разногласие в чем-л.
}}
}}