ἀνεπίκριτος

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίκρῐτος Medium diacritics: ἀνεπίκριτος Low diacritics: ανεπίκριτος Capitals: ΑΝΕΠΙΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: anepíkritos Transliteration B: anepikritos Transliteration C: anepikritos Beta Code: a)nepi/kritos

English (LSJ)

ἀνεπίκριτον,
A not decided, indeterminate, πράγματα Aristocl. ap. Eus.PE14.18, cf. S.E.P.1.98, etc. Adv. ἀνεπικρίτως Id.M.11.230.
2 indistinct, indeterminate, φαντασία Plot.3.6.4.
3 Medic., untested, untried, ἡ διαφωνία ἡ ἀ., t.t. of the Empirics, Gal.1.78.
4 not officially examined, POxy.257.23 (ii A.D.), etc.; of a question, etc., unexamined, Simp. in Ph.1148.29.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indeterminado (πράγματα) ἀδιάφορα καὶ ἀστάθμητα καὶ ἀ. Timo 2.3, en lóg. ἀνεπίκριτον δέ γε ἐστὶ μέχρι τοῦ νῦν τὸ ὑγιὲς συνημμένον el verdadero silogismo no ha sido definido hasta ahora S.E.M.8.427, cf. 428
impreciso φαντασία ἀ. imagen mental imprecisa Plot.3.6.4
no examinado ἡ ἐπιχείρησις Simp.in Ph.1148.29
no probado διαφωνία de los empíricos, Gal.1.78.
2 no inscrito ref. a un individuo cualificado para ser inscrito en las listas de la ἐπίκρισις pero que por un motivo determinado no figura en ellas todavía POxy.257.23 (I d.C.), 597 (II d.C.), Wilcken Chr.1.220.16 (II d.C.).
II adv. -ως sin que se llegue a una decisión a. διαφωνουμένην ... τὴν ὑπόστασιν S.E.M.11.230, στασιάζοντες S.E.P.1.88
taxativamente λέγειν S.E.P.2.88.

German (Pape)

[Seite 224] nicht urteilend, nicht zu beurteilen.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίκρῐτος: нерешенный: διαφωνία ἀ. περί τινος Sext. оставшееся нерешенным разногласие в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κεκριμένος, περὶ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ κρίνῃ, ν’ ἀποφασίσῃ, Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 758D, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων. Ὑποτ. 1. 98, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. πρὸς Μ. 11. 230. 2) ἄκριτος, ἄτοπος, Ἰουστῖν. Μ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπίκριτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση
μσν.
αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση, ο ακαθόριστος
2. ο μη δοκιμασμένος, ο ασαφής
3. όποιος δεν έχει επίσημα εξεταστεί.