Anonymous

ἀντίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίσπαστος:''' -ον, αυτός που έχει συρθεί προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]]· [[σπασμωδικός]], [[στρεβλωτικός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀντίσπαστος:''' -ον, αυτός που έχει συρθεί προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]]· [[σπασμωδικός]], [[στρεβλωτικός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίσπαστος:''' <b class="num">1)</b> судорожный, пронизывающий ([[ἀδαγμός]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> хромающий, ковыляющий или пятящийся назад ([[ὄνος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[πούς]]) стих. антиспаст (стопа ∪ –́ –́ ∪).
}}
}}