Anonymous

ἀντίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντίσπαστος]], -ον)<br />[[μηχάνημα]] στο οποίο, με [[περιστροφή]], μπορούν να τυλιχθούν καλώδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε [[προς]] την αντίθετη [[μεριά]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προκαλεί σπασμούς<br /><b>3.</b> (για όργανο) αυτό που βγάζει δύο διαφορετικούς ήχους<br /><b>4.</b> [[μετρικός]] [[πους]], ο [[οποίος]] αποτελείται από ίαμβο και τροχαίο: ∪ - - ∪
|mltxt=(Α [[ἀντίσπαστος]], -ον)<br />[[μηχάνημα]] στο οποίο, με [[περιστροφή]], μπορούν να τυλιχθούν καλώδια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε [[προς]] την αντίθετη [[μεριά]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που προκαλεί σπασμούς<br /><b>3.</b> (για όργανο) αυτό που βγάζει δύο διαφορετικούς ήχους<br /><b>4.</b> [[μετρικός]] [[πους]], ο [[οποίος]] αποτελείται από ίαμβο και τροχαίο: ∪ - - ∪
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίσπαστος:''' -ον, αυτός που έχει συρθεί προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]]· [[σπασμωδικός]], [[στρεβλωτικός]], σε Σοφ.
}}
}}