Anonymous

ἀνασῴζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επαναφέρω]] ό,τι είχε χαθεί, [[διασώζω]], [[ανακτώ]], σε Σοφ. —<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., <i>ἀνασώζεσθαί τινα φόβου</i>, [[σώζω]] κάποιον από το φόβο, στον ίδ. — Μέσ. με αρχική [[σημασία]], ἀν. τὴν [[ἀρχήν]], [[ανακτώ]] την [[εξουσία]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., [[επιστρέφω]] [[ασφαλής]] από την [[εξορία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[ενθυμούμαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνασῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επαναφέρω]] ό,τι είχε χαθεί, [[διασώζω]], [[ανακτώ]], σε Σοφ. —<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., <i>ἀνασώζεσθαί τινα φόβου</i>, [[σώζω]] κάποιον από το φόβο, στον ίδ. — Μέσ. με αρχική [[σημασία]], ἀν. τὴν [[ἀρχήν]], [[ανακτώ]] την [[εξουσία]] για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., [[επιστρέφω]] [[ασφαλής]] από την [[εξορία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[ενθυμούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασῴζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> спасать, избавлять (τινὰ ἀπὸ φόνου и φόνου Soph.; τὰς αὑτῶν [[νῆας]] Plut.); pass. спасаться, благополучно возвращаться или прибывать (ἀνασωθῆναι εἰς Κατάνην Lys.; εἰς τὰς πατρίδας Xen.; ἐκ φυγῆς Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> восстанавливать, тж. возвращать, отвоевывать (ἀνασώσασθαι [[ἀρχήν]] Her.; τὴν πατρῴαν [[δόξαν]] Xen.): τὸν μῦθον ἀ. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Plut. показывать истинность рассказа;<br /><b class="num">3)</b> повторять, напоминать (ἐκεῖνο τὸ [[ἔπος]] Her.).
}}
}}