ἀνασῴζω

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασῴζω Medium diacritics: ἀνασῴζω Low diacritics: ανασώζω Capitals: ΑΝΑΣΩΖΩ
Transliteration A: anasṓizō Transliteration B: anasōzō Transliteration C: anasozo Beta Code: a)nasw/|zw

English (LSJ)

fut. ἀνασώσω: pf.
A ἀνασέσωικεν IG12(5).1061.9 (Ceos, iii B.C.): aor. ἀνέσωισε ib.1004.5 (Ios, iv/iii B.C.), cf. OGI56.11:—recover what is lost, rescue, ἀπὸ φόνου ἔρρυτο κἀνέσωσέ μ' S.OT1351 (lyr.); ἀ. φίλον ἀλλοιωφέντα Arist.EN1165b22:—more freq. in Med., ἀνασῴζεσθαί τινα φόνου rescue from death, S.El.1133; ἀνασωσάμενός μοι δὸς.. Σάμον Hdt.3.140:—but Hdt. commonly uses the Med. in the proper sense, ἀ. τὴν ἀρχήν recover it for oneself, 1.82, 106, etc.; in 3.65 he joins Act. and Med., μὴ ἀνασωσαμένοισι δὲ τὴν ἀρχὴν μηδ' ἐπιχειρήσασι ἀνασῴζειν:—Pass., to be restored, recover, Pl.Phlb. 32e; return safe, εἰς Κατάνην Lys.20.24; ἀνασωθῆναι ἐς τὰς πατρίδας, of exiles, X.HG4.8.28; ἐκ φυγῆς Plb.18.27.2, al.
2 preserve in mind, remember, Hdt.6.65.

Spanish (DGE)

• Morfología: [en autores tard. los ed. escriben indistintamente ἀνασῷζω, ἀνασώζω; dór. pres. inf. ἀνασαοίζεσθαι; aor. ἀνέσωσε IG 12(5).1004.5 (los IV/III a.C.), perf. ἀνασέσῳκεν IG 12(5).1061.9 (Ceos III a.C.)]
A tr.
I 1gener. de pers. salvar μ' ἀπό τε φόνου ἔρυτο κἀνέσωσεν S.OT 1351, αὐτὸν ψυχρολουσίαις ἀνέσωσε D.C.53.30.3, ἀνασῴζω τὸν λαόν μου ἀπὸ γῆς LXX Za.8.7, ἀνασῴζετε ἕκαστος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ LXX Ie.28.6
en v. med. mismo sent. (δοκέω) ... φύσιν αὐτὴν καλέειν με ἀνασώσασθαι ποίημα ἑωυτῆς creo que la propia naturaleza me llama para salvar su obra Hp.Ep.11 (p.326), c. gen. κἀνασώσασθαι φόνου S.El.1133.
2 de palabras, hechos conservar, guardar en la memoria τὸ ἔπος Hdt.6.65, πόνους τοῦ προλεχθέντος χρόνου Ephr.Syr.1.318F.
3 de abstr. salvaguardar, mantener, preservar τὴν ὑπόθεσιν Plu.2.411d, σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν IG 12(5).1061.9 (Ceos III a.C.), νομίσας τούτους πίστιν μοι ἀνασῴζειν PMerton 91.12 (IV d.C.).
II de bienes, mando recobrar, recuperar ἐάν τι ἀπολολὸς πυνθάνονται, [ἀ] νασόι[ξε] ν SEG 10.24.22 (Eleusis V a.C.), τὰ ἱερὰ ἀγάλματα ... εἰς Αἴγυπτον OGI 56.11 (III a.C.), ἀγαθά Pl.Phlb.32e, τὴν εἰκόνα Gr.Naz.M.35.785C, ἀνασώζειν τὴν ἐλευθερίαν recobrar la libertad I.AI 5.214, cf. 6.364
de pers. ἀνέσῳσε τὰ ἀνδράποδα IG 12(5).1004.5 (los IV/III a.C.), cf. Arist.Oec.1353a3, αἰχμαλώτους D.19.166, cf. IPr.17.23 (III a.C.), φίλον ἀλλοιωθέντα Arist.EN 1165b22
en v. med. mismo sent. ἀνασωσάμενός μοι [δὸς] τὴν πατρίδα Σάμον habiendo recobrado mi patria Samos, concédemela Hdt.3.140
pero en v. med. recuperar, recobrar para sí Θυρέας Hdt.1.82, τὴν ἀρχήν Hdt.1.106, 3.73, 6.107, μὴ δὲ ἀνασωσαμένοισι τὴν ἀρχὴν μηδ' ἐπιχειρήσασι ἀνασῴζειν pero si no recuperáis el reino ni lo intentáis Hdt.3.65, τὰ λοιπὰ τῆς ἀρχῆς D.C.36.12.2, cf. 68.25.4.
III revocar τὴν ... θανατηφόρον ... ψῆφον Philost.HE 9.6.
B intr. en v. med.-pas.
I salvarse Plb.18.33.1, τῶν ἀνασωθέντων τις uno de los supervivientes LXX Ge.14.13, cf. Abd.14, καὶ οὐ μὴ διασωθῇ ἐξ αὐτῶν ἀνασῳζόμενος LXX Am.9.1, frec. unido a φεύγω LXX Ie.26.6, μὴ ἔστω αὐτῆς ἀνασῳζόμενος LXX Ie.27.29, cf. La.2.22, Ez.6.8, 9
Ἀνασῳζόμενος El Superviviente tít. de una comedia de Antífanes AB 89, en plu. de Dífilo, Ath.499c, de Hiparco, Ath.477f, de Eubulo, Ath.340d.
II 1ponerse a salvo, acogerse, refugiarse c. ac. de dir. εἰς Κατάνην Lys.20.24, εἰς Σιων LXX Za.2.11, cf. 1Ma.6.53, ἐς τὴν Ῥώμην D.C.42.5.7
c. prep. y gen. de procedencia refugiarse, escaparse ἐξ ὄρους LXX 4Re.19.31, ἐκ γῆς Βαβυλῶνος LXX Ie.27.28, 28.50
de exiliados volver ἐς τὰς πατρίδας X.HG 4.8.28, ἐκ τῆς φυγῆς Plb.18.27.3.
2 abs. volver sano y salvo, volver vivo ὑμᾶς ἀνασωθέντας ὑποδέξαιντο Ἐφέσιοι que los efesios os reciban cuando volváis sanos y salvos X.Eph.1.10.10, ἐκεῖ γὰρ ἀνασωθείσης τῆς λάρνακος habiendo llegado allí sana y salva el arca (de Noé), I.AI 1.92.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνασώσω;
1 retirer sauf, sauver de : ἀπὸ φόνου SOPH de la mort;
2 recouvrer;
3 réintégrer (dans sa patrie);
4 conserver ou rappeler le souvenir de;
Moy. ἀνασῴζομαι;
1 sauver de;
2 recouvrer.
Étymologie: ἀνά, σῴζω.

Greek Monotonic

ἀνασῴζω: μέλ. -σω, επαναφέρω ό,τι είχε χαθεί, διασώζω, ανακτώ, σε Σοφ. —
1. Μέσ., ἀνασώζεσθαί τινα φόβου, σώζω κάποιον από το φόβο, στον ίδ. — Μέσ. με αρχική σημασία, ἀν. τὴν ἀρχήν, ανακτώ την εξουσία για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. — Παθ., επιστρέφω ασφαλής από την εξορία, σε Ξεν.
2. στη Μέσ. επίσης, διατηρώ στη μνήμη, ενθυμούμαι, σε Ηρόδ.

German (Pape)

(σῴζω), etwas in seinen alten gefunden Zustand versetzen, wieder herstellen, durchbringen, Gegensatz διαφθείρειν, Plat. Phil. 32e; ἀνασωθῆναι εἰς τὴν πατρίδα Xen. Hell. 4.8.28; Lys. 20.24 und Sp., wie Dion.Hal. 4.51. Im Gedächtnis festhalten, in Erinnerung bringen, Her. 6.65. Am häufigsten med., sich wieder aneignen, Her. 1.106, 3.65 und öfter; sich erhalten, τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7.5.16.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασῴζω: тж. med.
1 спасать, избавлять (τινὰ ἀπὸ φόνου и φόνου Soph.; τὰς αὑτῶν νῆας Plut.); pass. спасаться, благополучно возвращаться или прибывать (ἀνασωθῆναι εἰς Κατάνην Lys.; εἰς τὰς πατρίδας Xen.; ἐκ φυγῆς Polyb.);
2 восстанавливать, тж. возвращать, отвоевывать (ἀνασώσασθαι ἀρχήν Her.; τὴν πατρῴαν δόξαν Xen.): τὸν μῦθον ἀ. πρὸς τὴν ἀλήθειαν Plut. показывать истинность рассказа;
3 повторять, напоминать (ἐκεῖνο τὸ ἔπος Her.).

Chinese

原文音譯:¡gi£zw 哈居阿索
詞類次數:動詞(29)
原文字根:聖(化) 相當於: (קָדַשׁ‎)
字義溯源:使成聖,成聖,成為聖潔,獻身,奉獻,純化,分別出來,分別為聖,聖潔,尊為聖;源自(ἅγιος)=神聖的);而 (ἅγιος)出自(ἀγοραῖος)Y*=敬畏)。凡神所造的,都因著神的話和人的祈求成聖( 提前4:4,5);主耶穌用真理(主的話)使門徒成聖( 約17:17,19);主用水藉著話把教會洗淨,使教會成聖( 弗5:26);保羅藉著聖靈使獻上的人成聖( 羅15:16);保羅也願神親自使信徒成聖( 帖前5:23);我們靠著主的獻上他的身體,為我們流血,得以成聖( 來10:10; 13:12)
同源字:1) (ἁγιάζω / ἀνασῴζω)使成聖 2) (ἁγιασμός)成聖 3) (ἅγιος)神聖事物 4) (ἅγιος)神聖的 5) (ἁγιότης)神聖 6) (ἁγιωσύνη)神聖 7) (ἁγνεία)純潔 8) (ἁγνίζω)使純潔 9) (ἁγνισμός)純化 10) (ἁγνός)純潔的 11) (ἁγνότης)純淨 12) (ἁγνῶς)純淨地
出現次數:總共(28);太(3);路(1);約(4);徒(2);羅(1);林前(4);弗(1);帖前(1);提前(1);提後(1);來(7);彼前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 成聖(8) 約17:19; 羅15:16; 弗5:26; 帖前5:23; 提後2:21; 來9:13; 來10:29; 來13:12;
2) 成聖了(2) 林前7:14; 林前7:14;
3) 使⋯成聖的(2) 太23:17; 太23:19;
4) 成聖的人(2) 徒20:32; 徒26:18;
5) 當被尊為聖(2) 太6:9; 路11:2;
6) 分別為聖(2) 約10:36; 約17:19;
7) 求你⋯成聖(1) 約17:17;
8) 叫他⋯成聖(1) 啓22:11;
9) 成聖的(1) 來10:14;
10) 尊⋯為聖(1) 彼前3:15;
11) 就成聖了(1) 提前4:5;
12) (被)成聖(1) 林前1:2;
13) 已經成聖(1) 林前6:11;
14) 使人成聖的(1) 來2:11;
15) 被成聖的(1) 來2:11;
16) 得以成聖(1) 來10:10