Anonymous

ἀνυπαρξία: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνυπαρξία]])<br />το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται [[κάποιος]] ή [[κάτι]].
|mltxt=η (Α [[ἀνυπαρξία]])<br />το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται [[κάποιος]] ή [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπαρξία:''' ἡ несуществование, отсутствие: [[ὕπαρξις]] ἢ ἀ. Sext. наличие или отсутствие.
}}
}}