ἀνυπαρξία

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπαρξία Medium diacritics: ἀνυπαρξία Low diacritics: ανυπαρξία Capitals: ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ
Transliteration A: anyparxía Transliteration B: anyparxia Transliteration C: anyparksia Beta Code: a)nuparci/a

English (LSJ)

ἡ,
A non-existence, nonentity, Phld.Mort.28, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2.
2 absence of predication, ἡ ἀπόφασις said to be ἀναίρεσις (τῆς φάσεως) καὶ ἀ. Alex.Aphr. in Top. 409.19.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 inexistencia Phld.Mort.28.16, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2, Alex.Aphr.in Top.409.19
aniquilación, la nada εἰς ἀναίρεσιν καὶ ἀ. τὴν ψυχὴν ... ἄγειν Gr.Nyss.M.46.72C, ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος ... οὐκ εἰς ἀ. χωρεῖ Olymp.M.93.168C, cf. Gr.Nyss.Eun.3.7.49, Clem.Al.Strom.2.12.55.
2 en plu. terrores Aq.Ib.18.11.

German (Pape)

[Seite 266] ἡ, das Nichtvorhandensein, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπαρξία: ἡ несуществование, отсутствие: ὕπαρξις ἢ ἀ. Sext. наличие или отсутствие.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῠπαρξία: ἡ, τὸ μὴ ὑπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀνυπαρξία)
το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι.