Anonymous

ἀξιόκτητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀξιόκτητος:''' -ον ([[κτάομαι]]), [[άξιος]] προς [[απόκτηση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀξιόκτητος:''' -ον ([[κτάομαι]]), [[άξιος]] προς [[απόκτηση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀξιόκτητος:''' достойный обладания, замечательный ([[θυγάτηρ]] Xen.).
}}
}}