ἀξιόκτητος

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόκτητος Medium diacritics: ἀξιόκτητος Low diacritics: αξιόκτητος Capitals: ΑΞΙΟΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axióktētos Transliteration B: axioktētos Transliteration C: aksioktitos Beta Code: a)cio/kthtos

English (LSJ)

ἀξιόκτητον, worth getting, X.Cyr.5.2.10, Paus.1.9.5, Philostr.Ep.9; ἐς φιλίαν Aristid.Quint. 3.18.

Spanish (DGE)

-ον
digno de obtenerse, valioso θυγάτηρ X.Cyr.5.2.10, de unos terrenos, Paus.1.9.5, ἐς φιλίαν Aristid.Quint.118.26, cf. Philostr.Ep.9.

German (Pape)

[Seite 269] erwerbens-, besitzenswert, Xen. Cyr. 5, 2, 10; auch Sp.; μισθός, angemessener Preis.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être acquis ou possédé.
Étymologie: ἄξιος, κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόκτητος: достойный обладания, замечательный (θυγάτηρ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόκτητος: -ον, ὁ ἄξιος κτήσεως, ἄξιος νὰ γείνῃ κτῆμά τινος, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 10, Παυσ. 1. 9. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόκτητος, -ον)
εκείνος που αξίζει ν' αποκτηθεί.

Greek Monotonic

ἀξιόκτητος: -ον (κτάομαι), άξιος προς απόκτηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

κτάομαι
worth getting, Xen.