Anonymous

ἀνώγαιον: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνώγαιον:''' ή ἀνώ-γεον, τό ([[ἄνω]], [[γαῖα]]), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το [[έδαφος]]· ο [[ανώτερος]] όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως [[αποθήκη]], σε Ξεν. ή ως [[αίθουσα]] δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνώγαιον:''' ή ἀνώ-γεον, τό ([[ἄνω]], [[γαῖα]]), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το [[έδαφος]]· ο [[ανώτερος]] όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως [[αποθήκη]], σε Ξεν. ή ως [[αίθουσα]] δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνώγαιον:''' τό верхний этаж дома, горница или кладовая Xen.
}}
}}