ἀνώγαιον Search Google

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώγαιον Medium diacritics: ἀνώγαιον Low diacritics: ανώγαιον Capitals: ΑΝΩΓΑΙΟΝ
Transliteration A: anṓgaion Transliteration B: anōgaion Transliteration C: anogaion Beta Code: a)nw/gaion

English (LSJ)

or ἀνώγεον, τό, (ἄνω, γαῖα)
A anything raised from the ground: the upper floor of a house, used as a granary, X.An.5.4.29 (s.v.l.), Antiph.312; as a dining-room, Ev.Marc.14.15, Ev.Luc.22.12.
2 prison, Suid. (ἀνώγεον in GDI1581 (Dodona); ἀνάγαιον and ἀνόκαιον are also found in codd., cf. AB405, Suid.)

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ἀνώγεον X.An.5.4.29; ἀνώγεων Callisth.Olynth.17, Antiph.312; ἀνώγειον SB 5286.19
1 piso superior Antiph.l.c., SB l.c., Pall.H.Laus.6.9.
2 granero, almacén X.l.c., Gp.2.27.1, GDI 1581.4 (Dodona).
3 prisión Callisth.Olynth.l.c.; cf. ἀνάγαιος 2.

German (Pape)

[Seite 268] τό, das obere Stockwerk, od. Speicher, luftig gebaut, zum Aufbewahren von Früchten, Xen. An. 5, 4, 29. S. das folgd.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀνώγεων.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώγαιον: τό верхний этаж дома, горница или кладовая Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώγαιον: ἢ ἀνώγεων, τὸ, (ἄνω, γαῖα) «τὸ ἄνω τῆς γῆς ὄν» (Ἐτυμ. Μ.), τὸ ὑπερῷον τῆς οἰκίας χρησιμεῦον ὡς ἀποθήκη, κάρυα δὲ ἐπὶ τῶν ἀνωγαίων ἦν πολλὰ καὶ πλατέα Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 86: - ὡσαύτως, ὡς δειπνητήριον, Λατ. coenaculum, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 15, κ. Λουκ. κβ΄, 12. 2) δεσμωτήριον, Ἁρποκρατ. ἐν λέξ. ἀναγκαῖον, πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνάκαιον. - Εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἐν χειρογρ. καὶ Γραμμ. τοὺς τύπους ἀνώγεον, ἀνάγαιον ἢ ἀνόγᾱιον, τό, καὶ ἀνώγεως, -εω, ὁ, ἡ, Λοβ. Φρύνιχ. 297.

Greek Monolingual

ἀνώγαιον κ. ἀνώγεον, το (Α)
βλ. ανώγι.

Greek Monotonic

ἀνώγαιον: ή ἀνώ-γεον, τό (ἄνω, γαῖα), οτιδήποτε ανασηκώνεται, μεγαλώνει από το έδαφος· ο ανώτερος όροφος του σπιτιού, που χρησίμευε ως αποθήκη, σε Ξεν. ή ως αίθουσα δείπνου, Λατ. coenaculum, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

See also: γῆ

Middle Liddell

[ἄνω, γαῖα
anything raised from the ground; the upper floor of a house, used as a granary, Xen.; as a dining-room, Lat. coenaculum, NTest.

Mantoulidis Etymological

ἀνώγεων (=αὐτό πού εἶναι πάνω ἀπό τή γῆ, τό ὑπερῶον τοῦ σπιτιοῦ). Ἀπό τό ἄνω + γαῖα.