Anonymous

ἁπαλόφρων: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπᾰλόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που τρέφει [[μειλίχια]], τρυφερά αισθήματα, [[γλυκύς]], [[πράος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁπᾰλόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που τρέφει [[μειλίχια]], τρυφερά αισθήματα, [[γλυκύς]], [[πράος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπᾰλόφρων:''' 2, gen. ονος с нежной душой ([[κόρη]] Anth.).
}}
}}