Anonymous

ἀπεικάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεικάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀπεικάσθην</i> ή <i>ἀπῃκ-</i>, παρακ. <i>ἀπείκασμαι</i> ή <i>ἀπῃκ-</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] βάσει προτύπου, [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[αντιγράφω]], λέγεται για ζωγράφους, σε Ξεν. κ.λπ.· Παθ., [[γίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]]· <i>ἀπεικασθεὶς θεῷ</i>, μοιάζοντας με θεό, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]], [[απεικονίζω]], αναπαριστώ μέσω σύγκρισης, μέσω παραβολής, σε Πλάτ. — Παθ., αναπαρίσταμαι ή απεικονίζομαι μέσω ομοιώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[προσομοιάζω]], [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὡς ἀπεικάσαι</i>, όπως μπορεί να εικάσει, να συμπεράνει [[κάποιος]] βάσει υποθέσεων, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπεικάζω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i> — Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀπεικάσθην</i> ή <i>ἀπῃκ-</i>, παρακ. <i>ἀπείκασμαι</i> ή <i>ἀπῃκ-</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] βάσει προτύπου, [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[αντιγράφω]], λέγεται για ζωγράφους, σε Ξεν. κ.λπ.· Παθ., [[γίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]]· <i>ἀπεικασθεὶς θεῷ</i>, μοιάζοντας με θεό, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]], [[απεικονίζω]], αναπαριστώ μέσω σύγκρισης, μέσω παραβολής, σε Πλάτ. — Παθ., αναπαρίσταμαι ή απεικονίζομαι μέσω ομοιώματος, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[προσομοιάζω]], [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὡς ἀπεικάσαι</i>, όπως μπορεί να εικάσει, να συμπεράνει [[κάποιος]] βάσει υποθέσεων, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεικάζω:''' <b class="num">1)</b> воспроизводить, изображать (τινά и τι Isocr., Plat.; διὰ χρωμάτων Xen. и χρώμασι Arst.): ἀπεικασθεὶς πρός τι Plat. являющийся образом или отображением чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> уподоблять (ἑαυτόν τινι Plat.): ἀπεικασθεὶς θεῷ Eur. принявший подобие бога;<br /><b class="num">3)</b> выражать, представлять, обозначать (τι διά τινος Plat.): ὡς ἀπεικάσαι Soph., Eur. как можно догадаться;<br /><b class="num">4)</b> сопоставлять, сравнивать (τινί τι Eur., Plat.).
}}
}}