Anonymous

ἀπελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπελαύνω:''' (επίσης <i>ἀπ-ελάω</i>, στην προστ. [[ἀπέλα]])· μέλ. <i>-ελάσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απομακρύνω]], [[εκδιώκω]], [[εξωθώ]] από κάποιον [[τόπο]]· <i>τινὰ δόμων</i>, <i>πόλεως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ τόπου</i>, σε Ξεν.· [[ἀπελαύνω]] τινά, [[αποβάλλω]], [[εξορίζω]], [[εκδιώκω]], σε Σοφ., Ξεν.·<br /><b class="num">2.</b> [[ἀπελαύνω]] στρατιήν, [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] κατά την αναχώρησή του, σε Ηρόδ.· εξού και απόλ., [[απέρχομαι]], [[αναχωρώ]], [[αποχωρώ]], στον ίδ.· (ενν. <i>ἵππον</i>), [[αποχωρώ]] [[έφιππος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αποδιώκομαι, εκδιώκομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· αποκλείομαι από [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀπελαύνω:''' (επίσης <i>ἀπ-ελάω</i>, στην προστ. [[ἀπέλα]])· μέλ. <i>-ελάσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[απομακρύνω]], [[εκδιώκω]], [[εξωθώ]] από κάποιον [[τόπο]]· <i>τινὰ δόμων</i>, <i>πόλεως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ τόπου</i>, σε Ξεν.· [[ἀπελαύνω]] τινά, [[αποβάλλω]], [[εξορίζω]], [[εκδιώκω]], σε Σοφ., Ξεν.·<br /><b class="num">2.</b> [[ἀπελαύνω]] στρατιήν, [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] κατά την αναχώρησή του, σε Ηρόδ.· εξού και απόλ., [[απέρχομαι]], [[αναχωρώ]], [[αποχωρώ]], στον ίδ.· (ενν. <i>ἵππον</i>), [[αποχωρώ]] [[έφιππος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αποδιώκομαι, εκδιώκομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· αποκλείομαι από [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελαύνω:''' <b class="num">1)</b> прогонять, изгонять (τινά πόλεως Eur.; ἀπὸ τών [[ἄκρων]] Xen.; ἐκ τοῦ ἄστεος Arst.); pass.: 1.1) быть изгоняемым, подвергаться изгнанию (τῆς γῆς Soph.); 1.2) не быть допускаемым, не иметь доступа (τῆς πολιτείας Lys.; τῶν ἀρχῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> отгонять, удалять, отвращать (τινί τι Xen.; med. τινός τι Anth.): ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περί τινος Her. он был далек от мысли о чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> удерживать (τινὰ τοῦ ὅρκου Plut.);<br /><b class="num">4)</b> уводить (στρατιήν Her.);<br /><b class="num">5)</b> уходить, уезжать, отступать (ἐς τὰ; [[Σάρδις]] Her.; πρός τινα Xen.; [[ὀπίσω]] [[πάλιν]] Plut.).
}}
}}