Anonymous

ἀντικρατέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]] ή έχω [[κάτι]] αντί άλλου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀντικρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]] ή έχω [[κάτι]] αντί άλλου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικρᾰτέω:''' со своей стороны овладевать, подчинять себе (χαλεπὸν τρόπον τινός Anth.).
}}
}}