ἀντικρατέω
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
hold instead of something else, have instead of something else, AP11.298.
Spanish (DGE)
(ἀντικρᾰτέω)
mantener, sostener a su vez μητρυιῆς χαλεπὸν τρόπον AP 11.298.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen einnehmen, behaupten, Ep. ad. 98 (XI, 298).
French (Bailly abrégé)
ἀντικρατῶ :
être le maître à son tour ou à la place.
Étymologie: ἀντί, κρατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικρᾰτέω: со своей стороны овладевать, подчинять себе (χαλεπὸν τρόπον τινός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικρᾰτέω: κρατῶ ἢ ἔχω τι ἀντὶ ἑτέρου πράγματος, μῆτερ, μητρυιῆς χαλεπὸν τρόπον ἀντικρατοῦσα Ἀνθ. Π. 11. 298.
Greek Monotonic
ἀντικρᾰτέω: μέλ. -ήσω, κρατώ ή έχω κάτι αντί άλλου, σε Ανθ.