Anonymous

ἄνομος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνομος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει νόμο, [[άνομος]], [[παράνομος]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[νόμος]] II), [[μουσικός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄνομος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει νόμο, [[άνομος]], [[παράνομος]], σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ([[νόμος]] II), [[μουσικός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνομος:''' <b class="num">1)</b> беззаконный, противозаконный ([[μοναρχία]] Plat.; [[ἔργον]] Plut.): τὰ ἄνομα (sc. ἔργα) Thuc., Eur. беззакония;<br /><b class="num">2)</b> нечестивый, преступный ([[θυσία]] Aesch.; [[τράπεζα]], sc. τοῦ Ἀστυάγους Her.; [[βία]] Eur.; πολῖται Xen.);<br /><b class="num">3)</b> (о песне) не настоящий: [[νόμος]] ἄ. Aesch. песнь скорби.
}}
}}