Anonymous

ἀπογράφω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταγράφω]], [[αντιγράφω]], [[καταγράφω]] σε κατάλογο, [[καταχωρώ]], σε Ηρόδ., Πλάτ. — Μέσ., [[αναθέτω]] την [[καταγραφή]] ονομάτων σε κάποιον, ή [[κρατώ]] καταγεγραμμένο [[αρχείο]] για προσωπική [[χρήση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, [[δίνω]] το όνομά μου προς [[καταγραφή]], εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος,<br /><b class="num">1.</b> <i>ἀπογράφειν τινά</i>, [[καταγράφω]] το όνομα κάποιου για να του προσάψω [[κατηγορία]] ενώπιον του δικαστηρίου, [[παραδίδω]] [[αντίγραφο]] της [[εναντίον]] του κατηγορίας, [[δίνω]] πληροφορίες [[εναντίον]] του, τον [[μηνύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη [[περιουσία]] για την οποία υπάρχει [[ισχυρισμός]] ότι ανήκει στο [[δημόσιο]] [[αλλά]] κατακρατείται από ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν [[ταῦτα]] ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε εγγράφως ότι είχε στην [[κατοχή]] του αυτή την [[περιουσία]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπογράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταγράφω]], [[αντιγράφω]], [[καταγράφω]] σε κατάλογο, [[καταχωρώ]], σε Ηρόδ., Πλάτ. — Μέσ., [[αναθέτω]] την [[καταγραφή]] ονομάτων σε κάποιον, ή [[κρατώ]] καταγεγραμμένο [[αρχείο]] για προσωπική [[χρήση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, [[δίνω]] το όνομά μου προς [[καταγραφή]], εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως Αττ. [[νομικός]] όρος,<br /><b class="num">1.</b> <i>ἀπογράφειν τινά</i>, [[καταγράφω]] το όνομα κάποιου για να του προσάψω [[κατηγορία]] ενώπιον του δικαστηρίου, [[παραδίδω]] [[αντίγραφο]] της [[εναντίον]] του κατηγορίας, [[δίνω]] πληροφορίες [[εναντίον]] του, τον [[μηνύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[παραδίδω]] κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη [[περιουσία]] για την οποία υπάρχει [[ισχυρισμός]] ότι ανήκει στο [[δημόσιο]] [[αλλά]] κατακρατείται από ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν [[ταῦτα]] ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε εγγράφως ότι είχε στην [[κατοχή]] του αυτή την [[περιουσία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογράφω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. списывать, переписывать (τὴν ἐπωδὴν [[παρά]] τινος Plat.: τοὺς νόμους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> переписывать, вносить в списки, записывать, регистрировать ([[ἔθνος]] ἓν ἕκαστον Her.: τὸ [[πλῆθος]] τῆς οὐσίας Plat.); med. записываться (πρὸς τὸν ταξίαρχον Xen.): ἐπὶ στρατηγίαν πολιτικὴν ἀπογράψασθαι Plut. зарегистрироваться в качестве соискателя на пост претора по делам (римских) граждан (лат. [[praetor]] [[urbanus]]);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. подавать жалобу, обвинять (ἀπογράφεσθαι ἀπογραφήν Dem.): ἀπογράψαι τινὰ ποιεῖν τι Lys. подать на кого-л. жалобу за совершение какого-л. действия;<br /><b class="num">4)</b> med. переводить (τὴν διάνοιαν ὀνύματος εἰς τὴν ἡμετέραν φωνήν Plat.).
}}
}}