Anonymous

ἀπεράτωτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπεράτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος<br /><b>2.</b> (για πόρτα) [[εκείνη]] που δεν έχει κλειστεί με τον [[περάτη]], την [[αμπάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απεριόριστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπεράτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος<br /><b>2.</b> (για πόρτα) [[εκείνη]] που δεν έχει κλειστεί με τον [[περάτη]], την [[αμπάρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[απεριόριστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεράτωτος:''' <b class="num">1)</b> беспредельный ([[ἄπειρος]] καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> бесцельный (ἡ [[πεπρωμένη]] Plut.).
}}
}}