Anonymous

ἄοικος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄοικος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δική του [[οικογένεια]], [[άστεγος]], [[ανέστιος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄοικος]] [[εἰσοίκησις]], η [[κατοικία]] που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή [[κατοικία]], [[τρώγλη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄοικος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δική του [[οικογένεια]], [[άστεγος]], [[ανέστιος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄοικος]] [[εἰσοίκησις]], η [[κατοικία]] που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή [[κατοικία]], [[τρώγλη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοικος:''' <b class="num">1)</b> лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.: ἐπὶ ξένης χώρας ἄ. Soph. бездомный изгнанник;<br /><b class="num">2)</b> негодный для жилья ([[εἰσοίκησις]] Soph.).
}}
}}