Anonymous

ἀπερίτμητος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίτμητος:''' -ον ([[περιτέμνω]]), αυτός που δεν έχει κοπεί ή υποστεί περιορισμό, αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε [[περιτομή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀπερίτμητος:''' -ον ([[περιτέμνω]]), αυτός που δεν έχει κοπεί ή υποστεί περιορισμό, αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε [[περιτομή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίτμητος:''' <b class="num">1)</b> неурезанный (ἀνελλιπὴς καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> необрезанный NT.
}}
}}