ἀπερίτμητος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίτμητος Medium diacritics: ἀπερίτμητος Low diacritics: απερίτμητος Capitals: ΑΠΕΡΙΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: aperítmētos Transliteration B: aperitmētos Transliteration C: aperitmitos Beta Code: a)peri/tmhtos

English (LSJ)

ἀπερίτμητον,
A uncircumcised, not circumcised, LXXGe.17.14, al., J.BJ1.1.2: metaph., καρδία LXXEz.44.7,cf.Act.Ap.7.51,al.
II not clipped or not circumscribed, φύσις Plu.2.495c.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. incircunciso παιδάρια PCair.Zen.76.4 (III a.C.), LXX 1Ma.2.46, ἄρσην LXX Ge.17.14, βρέφη I.BI 1.34, cf. Hippol.Haer.9.26.
2 fig. infiel como equivalente a ἀλλόφυλος de otra raza, no judío LXX Id.14.3 ἀ. καρδίᾳ καὶ ἀ. σαρκί LXX Ez.44.7, ἀ. καρδίαις καὶ τοῖς ὠσίν Act.Ap.7.51, ἀλλ' εἰσὶν ἀπερίτμητοι τὴν καρδίαν Ph.2.258, de los cristianos, Iust.Phil.Dial.123.1.
II no recortado o circunscrito, ilimitado πόνος Ph.1.472.

German (Pape)

[Seite 288] unbeschnitten, Ios.; neben ἀνελλιπής Plut. am. prol. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non circonscrit;
2 non circoncis.
Étymologie: , περιτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίτμητος:
1 неурезанный (ἀνελλιπὴς καὶ ἀ. Plut.);
2 необрезанный NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίτμητος: -ον, μὴ περιτετμημένος, Ἑβδ. (Γεν. ιζ΄, 14, κ. ἀλλ.), Καιν. Διαθ., κτλ. ΙΙ. ὁ μὴ περικεκομμένος, περιωρισμένος, ἡ φύσις Πλούτ. 2. 495C.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of περιτέμνω; uncircumcised (figuratively): uncircumcised.

English (Thayer)

ἀπεριτμητον (περιτέμνω), uncircumcised; metaphorically, ἀπερίτμητοι τῇ καρδία (καί τοῖς ὠσί (Sept. for עָרֵל; Philo de migr. Abr. § 39); Plutarch, am. prol. 3.)

Greek Monolingual

ἀπερίτμητος, -ον (Α) περιτέμνω
1. αυτός που δεν έχει περικοπεί ή περιοριστεί
2. αυτός που δεν έχει υποστεί περιτομή.

Greek Monotonic

ἀπερίτμητος: -ον (περιτέμνω), αυτός που δεν έχει κοπεί ή υποστεί περιορισμό, αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε περιτομή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

περιτέμνω
uncircumcised, NTest.

Chinese

原文音譯:¢per⋯tmhtoj 阿-胚里-特姆拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-周圍-切
字義溯源:未受割禮的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,未)與(περιτέμνω)=行割禮)組成;而 (περιτέμνω)又由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(τομός)=更鋒利)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺),而 (τομός)則出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 未受割禮的(1) 徒7:51

Translations

Arabic: أَغْلَف‎; Cebuano: pisot; German: unbeschnitten, nicht beschnitten; Danish: uomskåret; Hungarian: körülmetéletlen; Indonesian: tidak sunat, tidak khitan; Lithuanian: neapipjaustytas; Maori: kokotikore; Norwegian Bokmål: uomskåret, uomskåren; Plautdietsch: onbeschnäden; Russian: необре́занный; Tagalog: supot; Turkish: sünnetsiz