Anonymous

ἀποθνῄσκω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθνῄσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, Ιων. <i>-θανέομαι</i> ή <i>-εῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>-έθᾰνον</i>, παρακ. -[[τέθνηκα]], Επικ. μτχ. -[[τεθνηώς]]· επιτετ. του [[θνήσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]], [[ξεψυχώ]], σε Όμηρ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να πεθάνω ή να σκάσω από τα γέλια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως Παθ. του [[ἀποκτείνω]], φονεύομαι, δολοφονούμαι, [[ὑπό]] τινος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποθνῄσκω:''' μέλ. <i>-θᾰνοῦμαι</i>, Ιων. <i>-θανέομαι</i> ή <i>-εῦμαι</i>· αόρ. βʹ <i>-έθᾰνον</i>, παρακ. -[[τέθνηκα]], Επικ. μτχ. -[[τεθνηώς]]· επιτετ. του [[θνήσκω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[πεθαίνω]], [[ξεψυχώ]], σε Όμηρ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να πεθάνω ή να σκάσω από τα γέλια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως Παθ. του [[ἀποκτείνω]], φονεύομαι, δολοφονούμαι, [[ὑπό]] τινος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθνῄσκω:''' (fut. ἀποθᾰνοῦμαι - ион. [[ἀποθανέομαι]] и ἀποθανεῦμαι) умирать, погибать (περὶ φασγάνῳ Hom.; ἐκ τῶν τραυμάτων Her.; νόσῳ, ὑπὸ λιμοῦ Thuc., Plat. и λιμῷ Plat.; φαρμάκοις Plut.): [[ὑπό]] τινος ἀ. Hom., Plat. умереть от чьей-л. руки; στρατηγοῦ θάνατον ἀ. Plut. умереть смертью полководца.
}}
}}