Anonymous

ἀποβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβλέπω:''' μέλ. <i>-βλέψομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου από [[κάθε]] τι [[άλλο]] και το [[προσηλώνω]] σ' ένα συγκεκριμένο [[αντικείμενο]], [[ενατενίζω]], [[κοιτάζω]] με θαυμασμό ή [[απορία]], <i>ἔς τινα</i> ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιτάζω]] με [[προσοχή]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν ή [[αποσκοπώ]], <i>ἔς τι</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με [[αγάπη]] ή θαυμασμό, Λατ. observare, suspicere, με αιτ., σε Σοφ.· με πρόθ. <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τινα, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀποβλέπω:''' μέλ. <i>-βλέψομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου από [[κάθε]] τι [[άλλο]] και το [[προσηλώνω]] σ' ένα συγκεκριμένο [[αντικείμενο]], [[ενατενίζω]], [[κοιτάζω]] με θαυμασμό ή [[απορία]], <i>ἔς τινα</i> ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιτάζω]] με [[προσοχή]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν ή [[αποσκοπώ]], <i>ἔς τι</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[κοιτάζω]] [[κάτι]] με [[αγάπη]] ή θαυμασμό, Λατ. observare, suspicere, με αιτ., σε Σοφ.· με πρόθ. <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τινα, σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβλέπω:''' <b class="num">1)</b> смотреть, глядеть (εἴς τινα и τι Thuc., Xen., Plut., τι и [[κατά]] τι Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> обращать свои взоры, взирать (с надеждой, интересом или восхищением) (πρός τινα Eur., Xen., Plut., εἴς τινα Eur. и τινά Luc.; ἀποβλέπεσθαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> отдавать свое внимание, посвящать свои заботы (πρὸς τὰ [[κοινά]] Eur.; εἰς τὸν ἀγρόν Arph.).
}}
}}