Anonymous

ἀποκινέω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>ἀποκινήσασκεν</i>· [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], [[απομακρύνω]] από, με γεν., σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>ἀποκινήσασκεν</i>· [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]], [[απομακρύνω]] από, με γεν., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκῑνέω:''' <b class="num">1)</b> сдвигать, поднимать ([[δέπας]] τραπέζης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> оттеснять (τινα θυράων Hom.).
}}
}}