ἀποκινέω
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
English (LSJ)
A remove or put away from, ἀποκινήσασκε τραπέζης Il.11.636; μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107; τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69.
II intr., move off, abscond, Aen.Tact.10.5, Polyaen.1.43.2.
Spanish (DGE)
(ἀποκῑνέω)
• Morfología: [aor. ἀποκινήσασκε Il.11.636]
1 apartar, retirar c. ac. y gen. ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης πλεῖον ἐόν (δέπας) Il.l.c., μή μ' ἀποκινήσωσι θυράων Od.22.107, c. ac. τοὺς σφῆνας D.P.Au.1.14.
2 intr. retirarse, alejarse de una ciudad, Aen.Tact.10.5, cf. Polyaen.1.43.2
•zarpar ἡ ναῦς ἀπεκινεῖτο X.Eph.1.10.8
•librarse c. gen. τῆς ὀδύνης Hp.Morb.2.69.
German (Pape)
[Seite 307] wegbewegen, wegbringen, τινὰ θυράων Od. 22, 107; ἀποκινήσασκε δέπας τραπέζης Il. 11, 636; Sp., wo es auch intrans. »fortgehen« bedeutet, Aen. tact. 10.
French (Bailly abrégé)
ἀποκινῶ :
repousser : τινα θυράων OD écarter qqn des portes.
Étymologie: ἀπό, κινέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκῑνέω:
1 сдвигать, поднимать (δέπας τραπέζης Hom.);
2 оттеснять (τινα θυράων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῑνέω: μέλλ. -ήσω, ἀποκινῶ ἢ μεταφέρω, ἀποκυλίω, ἀφαιρῶ ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, ἀποκινήσασκε τραπέζης Ἰλ. Λ. 636· μή μ’ ἀποκινήσωσι θυράων Ὀδ. Χ. 107, οὐ γὰρ ἂν εὖ οἶδ’ ὅτι ἠδυνήθη ἀποκινῆσαι τὴν πέτραν ἀπὸ τῆς θύρας Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἀπέρχομαι, «ξεκινῶ», Αἰν. Τακτ. 10, Πολύαιν. 1. 43, 2.
Greek Monotonic
ἀποκῑνέω: μέλ. -ήσω· Ιων. γʹ ενικ. αορ. αʹ ἀποκινήσασκεν· μετακινώ, μεταφέρω, απομακρύνω από, με γεν., σε Όμηρ.