Anonymous

ἄπολις: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπολις:''' ουδ. <i>-ι</i>· γεν. <i>-ιδος</i> ή <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>· Ιων. δοτ. <i>ἀπόλι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει πόλη, οργανωμένη [[πολιτεία]] ή [[χώρα]], ο [[εκτός]] νόμου, αυτός που έχει στερηθεί τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[πόλις]] [[ἄπολις]], η πόλη που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλη, δηλ. ερειπωμένη, κατεστραμμένη πόλη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄπολις:''' ουδ. <i>-ι</i>· γεν. <i>-ιδος</i> ή <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i>· Ιων. δοτ. <i>ἀπόλι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει πόλη, οργανωμένη [[πολιτεία]] ή [[χώρα]], ο [[εκτός]] νόμου, αυτός που έχει στερηθεί τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[πόλις]] [[ἄπολις]], η πόλη που κατ' ουσίαν δεν είναι πόλη, δηλ. ερειπωμένη, κατεστραμμένη πόλη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπολις:''' ιδος adj. (ион. dat. ἀπόλῑ)<br /><b class="num">1)</b> не имеющий или лишенный отечества Her., Soph., Lys., Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> недостойный быть гражданином (ἄ., [[ὅτῳ]] τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι Soph.);<br /><b class="num">3)</b> не имеющий граждан, обезлюдевший ([[Σικελία]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> не имеющий гражданских установлений ([[πόλις]] ἄ. Plat. - ср. 5);<br /><b class="num">5)</b> прекративший (как город) свое существование, разрушенный (ἄ. Ἰλίου [[πόλις]] Aesch.).
}}
}}