Anonymous

ἀπολιχμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολιχμάομαι:''' αποθ., [[ἀπολείχω]], [[καθαρίζω]], γλείφοντας, [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπολιχμάομαι:''' αποθ., [[ἀπολείχω]], [[καθαρίζω]], γλείφοντας, [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολιχμάομαι:''' слизывать ([[αἷμα]] Hom.).
}}
}}