3,277,700
edits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπεργάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ειργασάμην</i>, παρακ. <i>είργασμαι</i> (ο [[οποίος]] ορισμένες φορές είναι Ενεργ., ορισμένες Παθ.· ο αόρ. αʹ <i>-ειργάσθην</i> είναι [[πάντοτε]] Παθ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ολοκληρώνω]], [[αποτελειώνω]] [[κάτι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, [[αποπερατώνω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζωγράφο, [[ολοκληρώνω]] τον χρωματισμό ενός έργου, αναπαριστώ με [[τελειότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκτελώ]] μια [[συμφωνία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καθιστώ]], <i>ἀγαθὸν ἀπεργάζομαί τινα</i>, στον ίδ.· ομοίως ο παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>ἀπειργασμένος</i>, [[τύραννος]], ο [[ολοκληρωτικός]] [[τύραννος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀπεργάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ειργασάμην</i>, παρακ. <i>είργασμαι</i> (ο [[οποίος]] ορισμένες φορές είναι Ενεργ., ορισμένες Παθ.· ο αόρ. αʹ <i>-ειργάσθην</i> είναι [[πάντοτε]] Παθ.)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ολοκληρώνω]], [[αποτελειώνω]] [[κάτι]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] τέλειο, [[αποπερατώνω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζωγράφο, [[ολοκληρώνω]] τον χρωματισμό ενός έργου, αναπαριστώ με [[τελειότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκτελώ]] μια [[συμφωνία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[καθιστώ]], <i>ἀγαθὸν ἀπεργάζομαί τινα</i>, στον ίδ.· ομοίως ο παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>ἀπειργασμένος</i>, [[τύραννος]], ο [[ολοκληρωτικός]] [[τύραννος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπεργάζομαι:''' <b class="num">1)</b> выделывать, производить, создавать (τὰ ξύλινα τοῦ τείχους Arph.; [[ἔργον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> причинять, производить, вызывать ([[δόξαν]] [[ψεύδη]] Plat.; πάταγον, [[ὕπνον]] Arst.; φθόρον Plut.): φόνον ἀ. совершать убийство; νίκην ἀ. τινι Plat. доставлять кому-л. победу, дать возможность кому-л. победить;<br /><b class="num">3)</b> воспитывать, формировать (τὸν [[φιλόσοφον]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> делать, превращать (ἀγαθόν τινα Xen.; τοὺς συνόντας διαλεκτικωτέρους Plat.): παραίτιον ἀπειργάσθαι τινά τινος Plut. возложить на кого-л. ответственность за что-л.; ἀ. [[ὕδωρ]] γῆν Plat. превращать воду в землю; [[ἀγαθον]] τι ἀ. τινα Plat. делать какое-л. добро кому-л.;<br /><b class="num">5)</b> доводить до конца (до совершенства), завершать (ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς καγαθός Xen.; [[τέχνη]] ἀπειργασμένη Plat.);<br /><b class="num">6)</b> описывать, изображать (σχῆμά τινος Plat.). | |||
}} | }} |