3,274,873
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπογιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[γνώμη]], [[παραιτούμαι]] από το [[σχέδιο]] ή την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]], [[ἀπογιγνώσκω]] τὸμάχεσθαι, σε Ξεν.· [[ἀπογιγνώσκω]] μὴ βοηθεῖν, [[αποφασίζω]] να μη βοηθήσω, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., απελπίζομαι για [[κάτι]], με γεν., σε Λυσ.· απόλ., [[περιέρχομαι]] σε [[απόγνωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]] θεωρώντάς το απέλπιδα [[προσπάθεια]], στον ίδ. — Παθ., είμαι [[απεγνωσμένος]], απελπισμένος, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[νομικός]] όρος, [[αρνούμαι]] να αποδεχθώ μια [[κατηγορία]], την [[απορρίπτω]], [[δηλώνω]] [[αθώος]], στον ίδ.· <i>ἀπογίγνομαί τινος</i> (ενν. [[δίκην]] ή <i>γραφὴν</i>), [[απορρίπτω]] την [[καταγγελία]] που ήλθε ενώπιον του δικαστηρίου κάποιου, δηλ. τον [[απαλλάσσω]] αντίθ. προς το <i>καταγιγνώσκειν τινός</i>, στον ίδ.· επίσης, [[ἀπογιγνώσκω]] τινά (ενν. <i>τῆς δίκης</i> ή <i>γραφῆς</i>), [[απαλλάσσω]] κάποιον από μια [[κατηγορία]], τον [[αθωώνω]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπογιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[γνώμη]], [[παραιτούμαι]] από το [[σχέδιο]] ή την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]], [[ἀπογιγνώσκω]] τὸμάχεσθαι, σε Ξεν.· [[ἀπογιγνώσκω]] μὴ βοηθεῖν, [[αποφασίζω]] να μη βοηθήσω, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., απελπίζομαι για [[κάτι]], με γεν., σε Λυσ.· απόλ., [[περιέρχομαι]] σε [[απόγνωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]] θεωρώντάς το απέλπιδα [[προσπάθεια]], στον ίδ. — Παθ., είμαι [[απεγνωσμένος]], απελπισμένος, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[νομικός]] όρος, [[αρνούμαι]] να αποδεχθώ μια [[κατηγορία]], την [[απορρίπτω]], [[δηλώνω]] [[αθώος]], στον ίδ.· <i>ἀπογίγνομαί τινος</i> (ενν. [[δίκην]] ή <i>γραφὴν</i>), [[απορρίπτω]] την [[καταγγελία]] που ήλθε ενώπιον του δικαστηρίου κάποιου, δηλ. τον [[απαλλάσσω]] αντίθ. προς το <i>καταγιγνώσκειν τινός</i>, στον ίδ.· επίσης, [[ἀπογιγνώσκω]] τινά (ενν. <i>τῆς δίκης</i> ή <i>γραφῆς</i>), [[απαλλάσσω]] κάποιον από μια [[κατηγορία]], τον [[αθωώνω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπογιγνώσκω:''' ион. и позднеатт. ἀπογῑνώσκω<br /><b class="num">1)</b> оставлять намерение, отказываться (τοῦ и τὸ ποιεῖν τι Xen., ποιεῖν τι Plut. и μὴ ποιεῖν τι Dem.);<br /><b class="num">2)</b> не признавать, отрицать, отвергать (τὴν θειύτητα τῆς ἀρετης и τῆς προνοίας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> юр. отклонять: ἀ. τινός (sc. [[δίκην]] или γράφην) Aeschin., Dem. отклонить обвинение против кого-л., т. е. оправдать кого-л.; ἀ. (δίκης) Dem. выносить оправдательный приговор;<br /><b class="num">4)</b> оставлять надежду, отчаиваться (τινός Lys., Polyb., Plut. и τι Xen., Arst., Polyb., Plut.): ἐλπίδες ἀπεγνωσμέναι Polyb. разбитые надежды; τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον ἀπεγνωκώς Plut. пропащий человек; ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος Plut., Luc. признанный врачами безнадежно больным. | |||
}} | }} |