3,274,873
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπογιγνώσκω]] κ. απογινώσκω (Α)<br />(νεοελλ., σε [[χρήση]] μόνο η μτχ. πρκμ. [[απεγνωσμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />απελπισμένος, [[χωρίς]] [[ελπίδα]] επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική [[θέση]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραιτούμαι]] από ένα [[σχέδιο]], [[εγκαταλείπω]] τον σκοπό μου να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]], [[χάνω]] [[κάθε]] [[ελπίδα]] γι' αυτό<br /><b>3.</b> δεν [[αποδέχομαι]], [[αρνούμαι]] την [[καταγγελία]]<br /><b>4.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από την [[κατηγορία]], τον [[αθωώνω]]. | |mltxt=[[ἀπογιγνώσκω]] κ. απογινώσκω (Α)<br />(νεοελλ., σε [[χρήση]] μόνο η μτχ. πρκμ. [[απεγνωσμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />απελπισμένος, [[χωρίς]] [[ελπίδα]] επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική [[θέση]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραιτούμαι]] από ένα [[σχέδιο]], [[εγκαταλείπω]] τον σκοπό μου να πράξω [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]], [[χάνω]] [[κάθε]] [[ελπίδα]] γι' αυτό<br /><b>3.</b> δεν [[αποδέχομαι]], [[αρνούμαι]] την [[καταγγελία]]<br /><b>4.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από την [[κατηγορία]], τον [[αθωώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπογιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[γνώμη]], [[παραιτούμαι]] από το [[σχέδιο]] ή την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]], [[ἀπογιγνώσκω]] τὸμάχεσθαι, σε Ξεν.· [[ἀπογιγνώσκω]] μὴ βοηθεῖν, [[αποφασίζω]] να μη βοηθήσω, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., απελπίζομαι για [[κάτι]], με γεν., σε Λυσ.· απόλ., [[περιέρχομαι]] σε [[απόγνωση]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[εγκαταλείπω]] [[κάτι]] θεωρώντάς το απέλπιδα [[προσπάθεια]], στον ίδ. — Παθ., είμαι [[απεγνωσμένος]], απελπισμένος, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[νομικός]] όρος, [[αρνούμαι]] να αποδεχθώ μια [[κατηγορία]], την [[απορρίπτω]], [[δηλώνω]] [[αθώος]], στον ίδ.· <i>ἀπογίγνομαί τινος</i> (ενν. [[δίκην]] ή <i>γραφὴν</i>), [[απορρίπτω]] την [[καταγγελία]] που ήλθε ενώπιον του δικαστηρίου κάποιου, δηλ. τον [[απαλλάσσω]] αντίθ. προς το <i>καταγιγνώσκειν τινός</i>, στον ίδ.· επίσης, [[ἀπογιγνώσκω]] τινά (ενν. <i>τῆς δίκης</i> ή <i>γραφῆς</i>), [[απαλλάσσω]] κάποιον από μια [[κατηγορία]], τον [[αθωώνω]], στον ίδ. | |||
}} | }} |