Anonymous

ἀπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλεμος:''' Επικ. ἀ-[[πτόλεμος]], -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει [[εμπειρία]] στον πόλεμο, [[ακατάλληλος]] για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ειρηνόφιλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακαταμάχητος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[πόλεμος]] [[ἀπόλεμος]], [[πόλεμος]] που κατ' ουσίαν δεν είναι [[πόλεμος]], η [[άπελπις]] πολεμική [[αντιπαράθεση]] με υπερτέρους αντιπάλους, στον ίδ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀπόλεμος:''' Επικ. ἀ-[[πτόλεμος]], -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει [[εμπειρία]] στον πόλεμο, [[ακατάλληλος]] για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ειρηνόφιλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακαταμάχητος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[πόλεμος]] [[ἀπόλεμος]], [[πόλεμος]] που κατ' ουσίαν δεν είναι [[πόλεμος]], η [[άπελπις]] πολεμική [[αντιπαράθεση]] με υπερτέρους αντιπάλους, στον ίδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόλεμος:''' эп. [[ἀπτόλεμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> невоинственный, миролюбивый ([[εὐνομία]] Pind.; εὐναί Eur.; [[γεωργός]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не умеющий воевать, слабый (ἀ. καὶ [[ἄναλκις]] Hom.; [[ἀνήρ]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> непобедимый, неодолимый ([[δαίμων]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> (о войне) злополучный, безнадежный ([[πόλεμος]] ἀ. Aesch., Eur.).
}}
}}