Anonymous

ἀπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόλεμος]], -ον)<br />όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακατάλληλος]] για πόλεμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνόφιλος]]<br /><b>2.</b> [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόλεμος]], -ον)<br />όποιος δεν έχει γνωρίσει τον πόλεμο, δεν έχει πολεμήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακατάλληλος]] για πόλεμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνόφιλος]]<br /><b>2.</b> [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλεμος:''' Επικ. ἀ-[[πτόλεμος]], -ον·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει [[εμπειρία]] στον πόλεμο, [[ακατάλληλος]] για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ειρηνόφιλος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακαταμάχητος]], [[ανίκητος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[πόλεμος]] [[ἀπόλεμος]], [[πόλεμος]] που κατ' ουσίαν δεν είναι [[πόλεμος]], η [[άπελπις]] πολεμική [[αντιπαράθεση]] με υπερτέρους αντιπάλους, στον ίδ., Ευρ.
}}
}}